Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περὶ καπνοῦ

  • 1 περί

    περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—
    A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)
    A WITH GENITIVE,
    I of Place, sts. in Poets, round about, around,

    τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68

    ;

    τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818

    (lyr., s.v.l.);

    εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129

    : rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.
    2 about near,

    π. σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα IG14.2508

    ([place name] Nemausus).
    II to denote the object about or for which one does something:
    1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;

    π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265

    ; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;

    π. σεῖο 3.137

    ;

    π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416

    ; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;

    π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245

    ; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;

    ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102

    ;

    νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191

    ; <

    τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74

    ; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;

    οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7

    ; and without a Verb,

    π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122

    ;

    π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44

    , cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;

    μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d

    ;

    ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437

    , cf. 639, Hdt.8.26 ;

    πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29

    ;

    π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95

    ; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;

    καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225

    , cf. 24.515.
    2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,

    π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17

    ;

    ἄχος π. τινός Od.21.249

    ;

    φόνου π. βουλεύειν 16.234

    ;

    φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36

    , etc.;

    κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621

    ;

    δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a

    , etc.;

    ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13

    ; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;

    βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69

    ;

    π. Μεθωναίων IG12.57.49

    ; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;

    μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36

    , cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.
    3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,

    π. νόστου ἄκουσα Od.19.270

    ;

    οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563

    ;

    π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191

    ;

    π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135

    , 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;

    λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22

    , etc.;

    λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b

    , etc.;

    ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48

    ; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;

    παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8

    ;

    ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82

    ;

    νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52

    , etc.;

    νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214

    .
    4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.
    5 about, in regard to,

    μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53

    ;

    οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117

    ;

    τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6

    ;

    τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5

    : in Prose freq. without a Verb,

    ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88

    ; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.
    III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,

    π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287

    ;

    π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375

    ;

    τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38

    ;

    ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325

    ;

    ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304

    ;

    π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108

    ;

    κρατερὸς π. πάντων Il.21.566

    , cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;

    π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279

    ;

    π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214

    ;

    π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289

    , cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.
    IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;

    π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89

    ;

    π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1

    ; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.
    V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;

    περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25

    ; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).
    B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),
    I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,

    ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21

    ;

    χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60

    ;

    δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241

    ;

    ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467

    ;

    κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17

    ;

    βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401

    : in Prose,

    π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61

    ;

    θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13

    ; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;

    π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e

    , etc.;

    χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245

    ;

    χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416

    ;

    πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648

    ; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;

    δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95

    ;

    κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317

    ;

    π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598

    ;

    μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453

    : rarely in Trag.,

    π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259

    (lyr.);

    κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240

    .
    2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,

    π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577

    ;

    ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441

    ;

    κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86

    ;

    π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570

    ;

    πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828

    ;

    αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303

    .
    3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,

    ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4

    ; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;

    π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039

    .
    II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),

    π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471

    ;

    μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245

    ;

    π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568

    ;

    ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2

    ;

    π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a

    ;

    π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34

    codd.;

    κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6

    .
    2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),

    π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566

    ;

    ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240

    , cf. 11.557;

    δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60

    , cf. 74, 119, Ar.Eq.27;

    θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d

    , cf. Tht. 148c;

    π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54

    .
    3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;

    μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101

    ;

    π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33

    ;

    π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69

    : in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);

    π. χάρματι h.Cer. 429

    :—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.
    C WITH ACCUSATIVE,
    I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;

    π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13

    ;

    π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162

    ; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;

    ἐρύσας π. σῆμα 24.16

    , cf. 51, etc.;

    π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139

    ;

    π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362

    : also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;

    λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519

    ;

    μάρνασθαι π. ἄ. 6.256

    , etc.;

    φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303

    ; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;

    σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25

    , cf. Od.18.67: in Prose,

    ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22

    ;

    φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9

    ; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;

    εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4

    ; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;

    ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23

    ; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;

    οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e

    ;

    στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18

    : strengthd.,

    π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760

    ;

    π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848

    ; cf. ἀμφί c. 1.2.
    2 of persons who are about one,

    ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22

    ; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,

    οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63

    ; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.
    3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;

    γενέσθαι Isoc.3.12

    ; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;

    ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6

    ;

    διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11

    , etc.: less freq.

    ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28

    , Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;

    οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8

    ; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.
    4 round or about a place, and so in,

    π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368

    , cf. 90;

    ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439

    ; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;

    χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61

    , cf. 7.131;

    εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d

    , etc.; οἱ

    π. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12

    , etc.
    5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;

    εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a

    ;

    ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10

    ;

    ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20

    ;

    ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10

    ;

    ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696

    ;

    τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21

    ;

    οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102

    ; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;

    τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76

    ;

    καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b

    ;

    π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20

    ; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,

    αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20

    ;

    ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2

    ;

    ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b

    : generally, of all relations, about, concerning, in respect of,

    π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93

    , cf. 8.86;

    πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d

    ;

    ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42

    ; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;

    ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84

    ; as to (cf. A. 11.5),

    π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c

    , cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;

    οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d

    ;

    αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e

    ; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;

    ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19

    : in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;

    τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a

    ;

    τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d

    ;

    τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23

    , etc.; cf. ἀμφί c.1.4.
    II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;

    π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89

    , etc.
    2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;

    π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5

    , etc.
    D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,

    ἄστυ πέρι Il.22.173

    ;

    ἔριδος πέρι 16.476

    : most freq. with gen.,

    τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630

    ;

    τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248

    , etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,

    σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36

    ;

    σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a

    ;

    δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a

    , etc.;

    γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι Id.Lg. 809e

    , cf. Ap. 19c.
    E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,

    γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362

    , al.: strengthd.,

    περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο

    round about,

    h.Cer.276

    , cf. Call.Hec.1.1.13.
    2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,

    π. κῆρι φίλησε Il.13.430

    , etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);

    ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53

    ; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;

    π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206

    ; also

    π. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157

    ;

    π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433

    ;

    ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70

    , cf. Od.14.146;

    π. σθένεϊ Il.17.22

    .
    4 περὶ κάτω bottom upwards,

    δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34

    , cf. Phot.;

    τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34

    .
    F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.
    I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
    II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.
    III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.
    IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.
    V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).
    G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (

    περ' ἰγνύσι h.Merc. 152

    ); once in Hes.,

    περίαχε Th. 678

    (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;

    περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242

    ;

    περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27

    H.; also in Pi.,

    περάπτων P.3.52

    ;

    περόδοις N.11.40

    ;

    περιδαῖος Fr. 154

    ;

    περ' αὐτᾶς P.4.265

    ;

    ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38

    : not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περί

  • 2 καπνός

    A smoke, Il.1.317, etc.;

    κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66

    ;

    καπνῷ πυρός A.Ag. 497

    ; spray,

    καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219

    (hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr. 399, S.Ph. 946;

    τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην Id.Ant. 1170

    ; also

    περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320

    ;

    κ. καὶ φλυαρία Pl.R. 581d

    : and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp. 954;

    καπνοὺς.. καὶ σκιάς Eup.51

    ; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al.
    II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνός

  • 3 στενολεσχέω

    A talk subtly, quibble,

    περὶ καπνοῦ Id.Nu. 320

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενολεσχέω

  • 4 σκιά

    σκῐά, ᾶς, [dialect] Ion. [full] σκῐή, ῆς, ,
    A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr. 745;

    ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF 973

    : prov.,

    τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77

    , cf. Pl.Phd. 101d.
    2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.
    3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th. 992 (lyr.), S.Aj. 1257;

    σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El. 1159

    ; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ ς. E.Fr. 532;

    σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj. 301

    ; also, of one worn to a shadow, A.Eu. 302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ ς. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110;

    φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr. 509

    : freq. in proverbs of man's mortal estate,

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95

    ;

    εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839

    , cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην ς. Id.Aj. 126;

    ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13

    ;

    οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr. 945

    ; of human affairs,

    εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag. 1328

    (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ ς. Id.Fr. 399;

    καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692

    ; of worthless things,

    τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170

    , cf. Ph. 946;

    καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51

    ;

    ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr. 331

    ; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V. 191, cf. Pl.Phdr. 260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς ς. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου ς. mere shadows of.., Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib. 510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων ς. ib. 532c;

    στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115

    ;

    ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554

    .
    4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).
    II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op. 589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib. 593;

    ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr. 239c

    ;

    εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226

    ;

    ὑπὸ σκιᾶς E.Ba. 458

    ;

    εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38

    ;

    θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti. 76d

    ; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag. 967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν ς., X.Cyr.8.8.17;

    ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18

    , cf. 5.9.
    2 silhouette, profile,

    Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb. 344

    (Alexandria, ii B.C.).
    3 perh. coloured border on a garment,

    καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19

    , cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.).
    IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr. 110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιά

  • 5 ἀτύζομαι

    ἀτύζομαι, in Hom., Lyr., Trag. only [tense] pres. and [tense] aor. part. [voice] Pass.:—
    A to be distraught from fear, bewildered,

    ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ Il.8.183

    ; ἀτυζομένω πεδίοιο fleeing bewildered o'er the plain, Il.6.38, cf. 18.7, Od.11.606: abs., ἀτύζονται, ἀτυζόμενος, Pi.P.1.13, O.8.39, B.12.116; to be distraught with grief,

    ἀτυζόμενος S.El. 148

    (lyr.), E.Andr. 131, A.R.4.39: c. acc., to be amazed at a thing,

    ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468

    , cf. Tryph.685: c. inf., ἀτυζομένην ἀπολέσθαι terrified even to death, Il.22.474; ἀ. περὶ νύμφην to be distressed for... AP7.528 (Theodorid.).
    II in later [dialect] Ep. [voice] Act. [full] ἀτύζω, strike with terror or amazement, A.R.1.465: [tense] aor. opt.

    ἀτύξαι Theoc.1.56

    ; ἠέρα παῦρον ἀτύζει draws short breaths, Nic.Al. 193 (vv.Il. ἀτίζει, ἀλύξει).—[dialect] Ep. Verb, used by Trag. only in lyr.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτύζομαι

  • 6 γεμίζω

    γεμίζω fut. γεμίσω (ApcSed); 1 aor. ἐγέμισα; pass. ἐγεμίσθην (Aeschyl.+) to put someth. into an object to the extent of its capacity (the procedure of filling, in contrast to the result expressed by γέμω, next entry) fill
    τί τινος (Aeschyl., Ag. 443; Demosth. 34, 36; Ar. 4, 3 [γῆ] γεμίζεται νεκρῶν; OGI 383, 146; PSI 429, 12 [III B.C.] τὸ πλοῖον γεμίσαι ξύλων) an object w. someth. a sponge w. vinegar Mk 15:36; jars w. water J 2:7; jars w. wine Hm 12, 5, 3; baskets w. fragments J 6:13. Pass. ἐγεμίσθη ὁ ναὸς καπνοῦ the temple was filled w. smoke Rv 15:8.
    τὶ ἔκ τινος Lk 15:16 (v.l. ἀπὸ τῶν κερατίων) of filling a censer with fire from an altar Rv 8:5 (PEnteux 27, 14=PMagd 11, 14 [221 B.C.] γεμίσαι τὸ πλοῖον ἐκ τῶν τόπων; 4 Macc 3:14 v.l. πηγήν, ἐξ αὐτῆς ἐγέμισαν τ. βασιλεῖ τὸ ποτόν).
    abs. in pass. (PEnteux 27 verso περὶ τοῦ γεμισθῆναι τὸ πλοῖον [restored]; PSI 429, 12; BGU 1303, 31) (begin to) be filled (with water) Mk 4:37. Of a house be filled (with guests) Lk 14:23. Cp. Rv 10:10 v.l. (with a little scroll).
    w. acc. of content: fill a vessel ἔλαβεν τὴν κάλπιν καὶ ἐξῆλθεν γεμίσαι ὕδωρ GJs 11:1 (sim. Paus. 3, 13, 3; s. deStrycker 268). S. ὕδωρ.—DELG s.v. γέμω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γεμίζω

См. также в других словарях:

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • στενολεσχώ — έω, Α [στενολέσχης] πραγματεύομαι κάτι με τρόπο σοφιστικό, με πανουργίες («λεπτολογεῑν ήδη ζητεῑ καὶ περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… …   Dictionary of Greek

  • μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»